- σιδηρόστρωση
- [-ις (-εως)] η прокладывание железнодорожных путей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδηρόστρωση — η, Ν η τοποθέτηση σιδηροτροχιών στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + στρώση (< χαλικό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. σιδηρόστρωσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek